- Δωδεκάνησα
- Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των Κυκλάδων, έως τις ακτές της Μικράς Ασίας. Παρά την ονομασία του, το σύμπλεγμα δεν αποτελείται από 12, αλλά από 18 μεγαλύτερα και πολλά μικρότερα, ακατοίκητα νησιά. Παλαιότερα ονομαζόταν νότιες Σποράδες· η ονομασία Δ. επικράτησε από τον 16o αι., όταν τα κατέλαβαν οι Τούρκοι, επειδή τα μεγαλύτερα νησιά είναι δώδεκα.
Τα νησιά του δωδεκανησιακού συμπλέγματος είναι διατεταγμένα παράλληλα προς τις Ελληνίδες οροσειρές. Το βορειότερο είναι η Πάτμος. Ανατολικά της βρίσκονται οι Λειψοί και οι νησίδες Καλαύρες, Καλαπόδια, Νότια και Βόρεια Άσπρα, Ρεφούλια κ.ά. Βόρεια των Λειψών είναι οι Αρκοί και οι νησίδες Μάραθος, Στρογγυλό, Κόμαρος, Καλόβολο κ.ά., και ΒΑ το Αγαθονήσι με τις νησίδες Ψαθονήσι, Στρογγυλή, Κουνέλι, Γλάρος κ.ά. Νοτιοανατολικά της Πάτμου βρίσκεται η Λέρος, κοντά στις ακτές της οποίας υπάρχουν πολλά μικρά νησιά: Αρχάγγελος, Στρογγυλή, Φαραδονήσια κ.ά. Συνέχεια της Λέρου στα Ν αποτελεί η Κάλυμνος, το νησί των σφουγγαράδων, και οι νησίδες Βελόνα, Γλαρονήσι και Διαπόρια στο στενό της Λέρου. Νότια της Καλύμνου, σε απόσταση 2 μιλίων από τις ακτές της Μικράς Ασίας, βρίσκεται η Κως, η νήσος του Ιπποκράτους. Ακολουθεί στα Ν η Νίσυρος, με τις νησίδες Γυαλί, Άγιος Αντώνιος, Στρογγυλή, Περγούσα, Παχειά κ.ά., και σε ίση απόσταση η Τήλος, με τις νησίδες Αντίτηλος, Γάιδαρος και, πιο ανοιχτά, Σύρνα, Τρία Νησιά κ.ά. Στη συνέχεια βρίσκεται η Σύμη, σε απόσταση 7 μιλίων από τη μικρασιατική ακτή, η Χάλκη, Δ της Ρόδου, με τις νησίδες Αλιμιά, Τραγούσα, Κρεβάτι κ.ά., και η Ρόδος, με τις νησίδες Πρασονήσι, Πράσο, Χτενιές, Καραβόλας, Χήνα, Πεντάνησος, Μάκρη και Στρογγυλή. Νοτιοδυτικά της Ρόδου βρίσκεται η Κάρπαθος, με τη Σαριά στο βόρειο άκρο της, που άλλοτε ήταν προέκτασή της και σήμερα τις χωρίζει μικρός πορθμός. Δυτικά της Σαριάς βρίσκονται απομονωμένες οι νησίδες Αστακίδα, Αστακιδόπουλο, Διβούνια, Χαμηλή, Καράβι κ.ά., που θεωρείται ότι αποτελούν το γεωλογικό όριο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Νοτιοδυτικά της Καρπάθου βρίσκεται η Κάσος, το νοτιότερο νησί του συμπλέγματος, και στα Β η Αρμαθία, το Μακρονήσι, το Κόσκινο κ.ά. Σε απόσταση ενός μιλίου από τη μικρασιατική ακτή και 11 από τη Ρόδο βρίσκεται το Καστελόριζο ή Μεγίστη, με πλήθος μικρών νησιών, μεταξύ των οποίων η Στρογγυλή ή Υψηλή, που αποτελεί το ανατολικότερο άκρο της ελληνικής επικράτειας.
Διοικητική διαίρεση. Σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση που εισήγαγε το σχέδιο Καποδίστριας, ο νομός Δ. αποτελείται από τους δήμους Ρόδου, Αρχαγγέλου, Αστυπάλαιας, Αταβύρου, Αφάντου, Δικαίου, Ηρακλειδών, Ιαλυσού, Καλλιθέας, Καλυμνίων, Καμείρου, Καρπάθου, Κάσου, Κω, Λειψών, Λέρου, Λινδίων, Μεγίστης, Νισύρου, Νότιας Ρόδου, Πάτμου, Πεταλούδων, Σύμης, Τήλου, Χάλκης και τις κοινότητες Αγαθονησίου και Ολύμπου.
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα. Από τα 2.663 τ. χλμ. του νομού Δ., τα 1.115 είναι ορεινά και τα 1.548 ημιορεινά. Σε πολλά παρουσιάζονται ψηλά όρη (Ρόδος: Ατάβυρος, 1.215 μ., Κάρπαθος: Καλή Λίμνη, 1.215 μ.) και τραχύ ανάγλυφο. Μόνο περιφερειακά, σε μικρή απόσταση από την ακτή, εμφανίζονται μικρά ανάγλυφα και πεδινές εκτάσεις. Στην Κω το όρος Ωρομέδων έχει ύψος 846 μ.· στα υπόλοιπα νησιά εμφανίζονται βουνά ύψους μικρότερου των 800 μ. και σε ορισμένα υπάρχουν μόνο λόφοι και χαμηλά βουνά, τυπικό στοιχείο της μορφολογίας της ανατολικής Ελλάδας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα παλιά πετρώματα που επικρατούν εκεί δεν παρουσίασαν μεγάλη κινητικότητα κατά τις αλπικές πτυχώσεις και έτσι δεν αποτύπωσαν μεγάλες τεκτονικές μορφές, όπως για παράδειγμα, πτυχές, καλύμματα κ.ά.
Τα Δ., όπως και τα υπόλοιπα νησιά που είναι σήμερα διασπαρμένα στον χώρο του Αιγαίου, δημιουργήθηκαν κατά το πλειστόκαινο (δηλαδή πριν από περίπου ένα εκατομμύριο χρόνια), όταν αποσπάστηκαν από την ξηρά που κάλυπτε τον χώρο του Αιγαίου και συνέδεε τη σημερινή ηπειρωτική Ελλάδα με τη Μικρά Ασία. Τα πετρώματα που συναντώνται συχνότερα είναι μεταμορφωσιγενή, όπως για παράδειγμα, μάρμαρα, γνεύσιοι, σχιστόλιθοι, που είναι και τα παλαιότερα, και ακολουθούν μεσοζωικά ιζήματα, τα οποία αποτελούνται κυρίως από ασβεστόλιθους· στη συνέχεια υπάρχουν νεογενείς μάργες και ψαμμίτες και, τέλος, τα νεότερα συνίστανται από διάφορα κροκαλοπαγή, που συναντώνται κοντά στις ακτές με τη μορφή αναβαθμίδων, και από άλλους χαλαρούς σχηματισμούς, όπως για παράδειγμα άμμοι, άργιλοι, κροκάλες κλπ.
Η μορφολογία των νησιών είναι συνάρτηση όχι μόνο των πετρωμάτων που υπάρχουν αλλά και των τεκτονικών επιδράσεων στα πετρώματα αυτά, από την περίοδο που σχηματίστηκαν έως σήμερα· όσο παλαιότερα είναι τα πετρώματα τόσο περισσότερες επιδράσεις έχουν αποτυπώσει. Στα μεταμορφωσιγενή πετρώματα, για παράδειγμα, έχουν επιδράσει παλιές, δηλαδή προαλπικές, ορεογενετικές κινήσεις, οι οποίες προκάλεσαν πτυχώσεις· με τις ηπειρογενετικές κινήσεις που ακολούθησαν σε όλη τη μεσοζωική περίοδο, η περιοχή αποτέλεσε θαλάσσιο βυθό, στον οποίο εναποτέθηκαν ιζήματα μεγάλου πάχους. Τα ιζήματα αυτά πτυχώθηκαν από τον αλπικό ορεογενετικό κύκλο και αποτέλεσαν χέρσο. Τα παλαιότερα πετρώματα, όμως, τα oποία είχαν ήδη πτυχωθεί από προγενέστερες ορεογενετικές κινήσεις, είχαν χάσει την πλαστικότητά τους και έτσι δεν αντέδρασαν με τον ίδιο τρόπο, αλλά υπέστησαν μόνο διαρρήξεις. Μετά τις αλπικές πτυχώσεις συντελέστηκαν διαρρήξεις και ηπειρογενετικές κινήσεις, με αποτέλεσμα τμήματα της περιοχής να καταβυθιστούν και να εναποτεθούν σε αυτά τα νεογενή και τεταρτογενή ιζήματα, τα οποία με τη σειρά τους υπέστησαν νεότερες διαρρήξεις. Σε συσχετισμό τόσο με τις παλαιότερες όσο και με τις νεότερες διαρρήξεις, παρατηρήθηκε και ηφαιστειακή δραστηριότητα, με αποτέλεσμα σε ορισμένα νησιά, όπως για παράδειγμα στην Κω, να συναντώνται ηφαιστειακά πετρώματα, ενώ άλλα, όπως η Νίσυρος, να αποτελούνται αποκλειστικά από αυτά τα πετρώματα.
Τα κυριότερα νησιά, όταν εξεταστούν από Β προς Ν, παρουσιάζουν τα εξής μορφολογικά στοιχεία: Η Πάτμος παρουσιάζει πλούσιο διαμελισμό ακτών και αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από ηφαιστειακές λάβες. Η Λέρος έχει λοφώδες ανάγλυφο και οι ακτές της εμφανίζουν πλούσιο διαμελισμό, με όρμους που εισδύουν βαθιά στην ξηρά· κυριαρχούν τα μεταμορφωσιγενή πετρώματα και οι ασβεστόλιθοι.
Η Κάλυμνος είναι ορεινή (Προφήτης Ηλίας, 678 μ.)· οι ακτές της παρουσιάζουν βαθιές κολπώσεις και τα πετρώματα είναι ιζηματογενή, κυρίως ασβεστόλιθοι. Η Κως είναι πεδινή κατά το μεγαλύτερο τμήμα της· έχει όμως και ένα ψηλό όρος, τον Ωρομέδοντα (846 μ.), με κατεύθυνση ΝΔ-ΒΑ. Περισσότερο πεδινό, εξαιτίας της ύπαρξης νεογενών ιζημάτων και αλλουβιακών προσχώσεων, είναι το βόρειο και το βορειοανατολικό τμήμα της· στο νοτιοδυτικό τμήμα κυριαρχούν ηφαιστειακά πετρώματα. Έχει επίσης ιαματικές πηγές (Αγίου Φωκά, Αγίας Ειρήνης, Σουλά, Κόκκινο Νερό), ενώ στο υπέδαφός της συναντώνται μεταλλεύματα σιδήρου και μολύβδου. Η Νίσυρος, που είναι σχεδόν στρογγυλή και αλίμενη, προέκυψε ως αποτέλεσμα ηφαιστειακής δραστηριότητας· o Κρατήρας (698 μ.) είναι παλιό ηφαίστειο, που παρουσίασε την τελευταία του δραστηριότητα το 1888· σήμερα περιορίζεται σε έξοδο ατμίδων διοξειδίου του άνθρακα, υδροθείου ή ατμών. Τα πετρώματά της είναι αποκλειστικά ηφαιστειακά. Έχει επίσης ιαματικές πηγές (Μανδράκι, Πάλων). Η Τήλος, η Σύμη και η Χάλκη είναι ορεινές (Σύμη: κορυφή Βίγλα 616 μ., Χάλκη: κορυφή Μαΐστρος 573 μ.), με πλούσιο διαμελισμό ακτών (κυρίως οι δύο πρώτες) ενώ τα πετρώματα που κυριαρχούν είναι τα ιζηματογενή. Η Ρόδος, με ομαλό ανάγλυφο στο βορειοανατολικό και στο νοτιοδυτικό τμήμα, εξαιτίας των χαλαρών νεογενών σχηματισμών που επικρατούν, αλλά και με σημαντικά όρη (Ατάβυρος 1.215 μ., Ακραμύτης 825 μ., Προφήτης Ηλίας 799 μ.) με διεύθυνση από τα Α προς τα Δ, δεν παρουσιάζει τόσο πλούσιο διαμελισμό ακτών. Τα πετρώματά της είναι αλπικής προέλευσης, ενώ μεγάλο μέρος της καταλαμβάνει ο φλύσχης, ίζημα που συνοδεύει συχνά τις αλπικές πτυχώσεις και δημιουργεί λοφώδες ανάγλυφο. Η Κάρπαθος είναι ορεινή (Καλή Λίμνη, 1.215 μ.), ενώ οι ακτές της εμφανίζουν πολλές κολπώσεις, αν και σε πολλά σημεία είναι εξαιρετικά απότομες. Επικρατούν και εδώ ιζηματογενή πετρώματα, κυρίως ασβεστόλιθοι, φλύσχης και νεογενή. Η Κάσος είναι επίσης ορεινή: το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από ένα επίμηκες όρος που καταλαμβάνει ολόκληρη την έκτασή της (κορυφές Πριώνα 601 μ., Μπίξιλα 585 μ., Κάψαλο 583 μ.). Οι ακτές παρουσιάζουν φτωχό διαμελισμό και τα πετρώματα είναι ιζηματογενή, κυρίως ασβεστόλιθοι με ωραία καρστικά έγκοιλα.
Το υδρογραφικό δίκτυο στη Ρόδο είναι ανύπαρκτο: ποταμοί ή άλλου είδους επιφανειακές απορροές δεν υπάρχουν, εξαιτίας του χαμηλού επιπέδου βροχοπτώσεων, αλλά και επειδή οι εκτάσεις είναι πολύ περιορισμένες· τον χειμώνα μόνο εμφανίζονται διάφοροι χείμαρροι. Έτσι δεν υπάρχουν σημαντικοί υπόγειοι υδροφόροι ορίζοντες και ορισμένα από τα νησιά αντιμετωπίζουν οξύ πρόβλημα ύδρευσης. Μόνο η Ρόδος και η Κως εξοικονομούν τις απαιτούμενες ποσότητες νερού είτε από πηγές επαφής είτε γεωτρήσεις μέσα στους νεογενείς σχηματισμούς. Επιτυχείς γεωτρήσεις έχουν γίνει επίσης στην Κάλυμνο. Επάρκεια νερού έχει και η Κάσος, μετά την ανεύρεση καρστικών νερών στο νησί.
Το κλίμα των Δ. είναι ήπιο, θαλάσσιο μεσογειακό, με ήπιους χειμώνες και δροσερά καλοκαίρια. Κατά τη χειμερινή εποχή οι θερμοκρασίες δεν είναι πολύ χαμηλές, ιδιαίτερα στα νοτιότερα νησιά (Κω, Ρόδο κλπ.)· η θερμοκρασία του αέρα σπανιότατα κατεβαίνει λίγο κάτω από το μηδέν. Κατά τη θερμή εποχή, εξάλλου, δεν επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες, κυρίως εξαιτίας της μεγάλης συχνότητας των ετήσιων ανέμων (μελτεμιών). Το ετήσιο θερμομετρικό εύρος είναι λίγο μεγαλύτερο από 10°C, στοιχείο χαρακτηριστικό του εύκρατου κλίματος που τείνει προς το θαλάσσιο. Οι μέσες ετήσιες θερμοκρασίες είναι οι ανώτερες από όλα τα άλλα νησιά του Αιγαίου και κυμαίνονται γύρω στους 19°C. Τα Δ. έχουν τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια από όλες τις περιοχές της Ελλάδας: οι αίθριες ημέρες του έτους υπερβαίνουν τις διακόσιες. Το γεγονός αυτό εξηγεί και τη λατρεία του Φοίβου Απόλλωνα στη Ρόδο. Τα μέσα ετήσια ύψη βροχής φτάνουν τα 699 χιλιοστά στη Ρόδο, τα 745 στη Λέρο, τα 304 στην Κάρπαθο και τα 494 στο Καστελόριζο. Τόσο κατά τις ψυχρές όσο και κατά τις θερμές εποχές του έτους κυριαρχούν οι βόρειοι, βορειοδυτικοί και δυτικοί άνεμοι· ιδιαίτερα στη Ρόδο, κατά το θερμό μισό του έτους οι άνεμοι πνέουν σταθερά από δυτικές διευθύνσεις. Στη διάρκεια του χειμώνα είναι συχνότεροι και οι άνεμοι του νότιου τομέα, εξαιτίας υφεσιακής δραστηριότητας.
Οικονομία. Ο νομός Δ. είναι ο μεγαλύτερος νησιωτικός νομός της Ελλάδας (η έκτασή του υπερβαίνει τη συνολική έκταση των τεσσάρων νομών των Ιονίων νησιών), αλλά και ο πιο αραιοκατοικημένος μετά τους νομούς Κυκλάδων και Κεφαλληνίας. Η συγκέντρωση του μεγαλύτερου τμήματος της οικονομικής δραστηριότητας στα νησιά της Ρόδου και της Κω, και κυρίως στον δήμο της Ρόδου, συνιστά σημαντικό παράγοντα στην οικονομική ανάπτυξη του νομού.
Ο τουρισμός αποτελεί τη βασική και σε ορισμένες περιπτώσεις τη μοναδική πηγή εισοδήματος για τον νομό Δ. Ωστόσο, σημαντικότερη τουριστική ανάπτυξη γνωρίζουν κυρίως τα μεγάλα νησιά, ενώ τα μικρότερα είναι συχνά καταδικασμένα σε απομόνωση και υπανάπτυξη. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται εντεινόμενη συρρίκνωση του πρωτογενούς τομέα, με αντίστοιχη ανάπτυξη στις δραστηριότητες του τριτογενούς τομέα και ειδικότερα του τουρισμού. Παρ’ όλα αυτά, σε ορισμένα από τα νησιά του νομού (Κάλυμνος, Σύμη) η αλιεία και η σπογγαλιεία εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομία.
Ιστορία. Στην αρχαιότητα τα νησιά αναφέρονταν χωριστά, το καθένα με τις ονομασίες του, και όχι ως σύνολο· από τότε, όμως, τα συνέδεε μια κοινή ιστορική πορεία.
Οι πληροφορίες σχετικά με την προϊστορία των Δ. είναι πολύ αποσπασματικές, γιατί οι διάφορες ιστορικές περιπέτειες των νησιών δεν ευνόησαν την ανασκαφική έρευνα.
Η ζωή στα Δ. ξεκίνησε από την 4η χιλιετία π. Χ. Η παράδοση αναφέρει ως παλαιότερους κατοίκους των νησιών τους Τελχίνες και τους Κάρες. Στα χρόνια της ακμής του μινωικού πολιτισμού, Μίνωες άποικοι ίδρυσαν τα εμπορικά λιμάνια τους στις ακτές της Ρόδου. Όπως μαρτυρούν τα ανασκαφικά ευρήματα, το νησί αυτό διατηρούσε σχέσεις με την Αίγυπτο από τον 16o αι. π.Χ.
Στη μυκηναϊκή περίοδο, μετά τον 15ο αι. π.Χ., έφτασαν στα Δ. οι πρώτοι Έλληνες άποικοι, οι οποίοι ήταν Αχαιοί από την Πελοπόννησο. Από αυτούς ονομάστηκε η ακρόπολη της Ιαλυσού, Αχαΐα. Αργότερα εγκαταστάθηκαν στα νησιά Δωριείς άποικοι (κατά την παράδοση κατέλαβε τα Δ. ο Αλθαιμένης, εγγονός του βασιλιά του Άργους, Τημένη). Η Λέρος και η Πάτμος δέχτηκαν και Ίωνες αποίκους από τη Μίλητο. Τα πολυάριθμα ροδιακά αγγεία των γεωμετρικών και των αρχαϊκών χρόνων, που βρέθηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας και της Ρωσίας, στην Αίγυπτο και στην Ιταλία, μαρτυρούν την άνθηση του ροδιακού εμπορίου. Μεγάλη υπήρξε η συμβολή των Ροδίων και των Κώων στον δεύτερο ελληνικό αποικισμό: ίδρυσαν τη Φάσηλι και τους Σόρους στη Μικρά Ασία, τον Ακράγαντα, την Καμάρινα και τη Γέλα στη Σικελία. Το μοναρχικό πολίτευμα καταργήθηκε πολύ νωρίς στα νησιά και μόνο στις τρεις πόλεις της Ρόδου, τη Λίνδο, την Κάμιρο και την Ιαλυσό, διατηρήθηκε έως τον 6o αι. π.Χ. Την περίοδο αυτή, τύραννος της Λίνδου ήταν o περίφημος σοφός νομοθέτης και ποιητής Κλεόβουλος (ο Ρόδιος).
Οι τρεις μεγάλες πόλεις της Ρόδου, μαζί με την Κω, την Κνίδο και την Αλικαρνασσό, ίδρυσαν τον 6o αι. π.Χ. τον περίφημο οργανισμό πόλεων, γνωστό ως Δωρική Εξάπολη. Στόχος του οργανισμού ήταν η συμμαχία των δωρικών δυνάμεων και η διατήρηση της ενότητας του δωρικού στοιχείου στο νοτιοανατολικό άκρο του αρχαίου κόσμου. Χαρακτηριστικό του σθένους και του ήθους των κατοίκων των Δ. είναι το γεγονός ότι, ενώ ήταν υποδουλωμένοι στους Πέρσες, κατόρθωσαν να αποφύγουν την παροχή βοήθειας στους τελευταίους, στη διάρκεια των εκστρατειών τους εναντίον της Ελλάδας. Μετά τους Περσικούς πολέμους, ο αθηναϊκός στόλος απελευθέρωσε τα Δ., που από τότε εντάχθηκαν στην Αθηναϊκή συμμαχία. Παρά τη δωρική καταγωγή των κατοίκων τους, τα νησιά έμειναν πιστά στους Αθηναίους κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου και μόνο προς το τέλος του αποσπάστηκαν από τη συμμαχία τους. Στο τέλος του 5ου αι. π.Χ., η Ρόδος, οι τρεις μεγάλες πόλεις της οποίας ήταν ενωμένες σε ένα ισχυρό κράτος που διαχειριζόταν μεγάλο μέρος του εμπορίου της ανατολικής Μεσογείου, δημιούργησε σημαντική νομοθεσία, η οποία αναγνωρίστηκε από όλες τις ελληνικές πόλεις και αποτέλεσε τη βάση του ναυτικού δικαίου της εποχής. Τον 4o αι. π.Χ. σημαντική άνθηση γνώρισε και η Κως, όπου άκμασε η περίφημη ιατρική σχολή, στην οποία δίδασκε και ο Ιπποκράτης. Το 378 π.Χ. τα Δ. έγιναν μέλος της Β’ Αθηναϊκής συμμαχίας.
Κατά τα ελληνιστικά χρόνια, με τους ατέλειωτους πολέμους των διαδόχων, η Ρόδος ενέμεινε στην ουδετερότητά της και κατόρθωσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία την πολιορκία του Δημητρίου του Πολιορκητή (305-304 π.Χ.). Στην περίοδο αυτή σημειώθηκε εξαιρετική ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών στη Ρόδο, όπου άκμασε μία από τις πιο περίφημες σχολές πλαστικής των ελληνιστικών χρόνων.
Κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας, ενώ η σπουδαιότητα των νησιών είχε αρχίσει να μειώνεται με την ανάπτυξη των νέων μεγάλων αστικών κέντρων, η Κως και η Ρόδος παρέμειναν σημαντικά πνευματικά κέντρα και προσέλκυσαν πολλούς νεαρούς Ρωμαίους για σπουδές. Η ελευθερία των Δ. στα χρόνια αυτά εξαρτιόταν από τη διάθεση του εκάστοτε Ρωμαίου αυτοκράτορα.
Με τη διαίρεση του ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό, τα Δ. εντάχθηκαν στο Ανατολικό κράτος. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε την αφετηρία της πιο περιπετειώδους φάσης στην ιστορία τους: δέχτηκαν αλλεπάλληλες επιδρομές Περσών, Αράβων, Σαρακηνών, Βενετών, Γενοβέζων, Σταυροφόρων, Τούρκων, ενώ καταλήφθηκαν από διάφορους κατακτητές. Το 1309 οι Ιωαννίτες ιππότες κατέλαβαν τα Δ. και παρέμειναν εκεί έως το 1522, οπότε τα νησιά περιήλθαν στους Τούρκους.
Τα Δ. αγωνίστηκαν με ηρωισμό και επιμονή στην Επανάσταση του 1821 για την ανεξαρτησία τους και αποτέλεσαν τμήμα της Ελληνικής Πολιτείας. Το 1830 αποδόθηκαν μαζί με τη Σάμο στους Τούρκους, ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση της Εύβοιας στην Ελλάδα. Την τουρκική κατοχή διαδέχτηκε το 1912 η ιταλική κατοχή. Το 1920, με τη συνθήκη των Σεβρών, αποφασίστηκε η επιστροφή των Δ. στην Ελλάδα, αλλά ύστερα από την άτυχη Μικρασιατική εκστρατεία, η Ιταλία κατήγγειλε τη συνθήκη και διατήρησε υπό την κατοχή της τα Δ. Οι νικητές του B’ Παγκοσμίου πολέμου αποφάσισαν το 1946 στο Παρίσι την ένωση των Δ. με την Ελλάδα. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με ιδιαίτερη συνθήκη τον Φεβρουάριο του 1947 στο Παρίσι και η ένωση γιορτάστηκε επίσημα στις 7 Μαρτίου του 1948.
Μνημεία και τέχνη. Η αρχαιολογική έρευνα για τις περιόδους πριν από το Βυζάντιο έχει περιοριστεί στη Ρόδο και στην Κω, εξαιτίας των ιστορικών περιπετειών του δωδεκανησιακού συμπλέγματος.
Κατά την εποχή του Βυζαντίου η ιστορία των νησιών συνυφαίνεται, εξαιτίας της θέσης τους κοντά στις μικρασιατικές ακτές και στο πέρασμα κύριων θαλάσσιων οδών, με όσα διαδραματίζονταν στο ανατολικό άκρο της αυτοκρατορίας και, πιο άμεσα, με τα γεγονότα που συντελέστηκαν στην ανατολική περιοχή της Μεσογείου. Η γειτνίαση με την Ανατολή, οι διάφορες κατά καιρούς ιστορικές συνθήκες, σε συνδυασμό με τα στοιχεία της ελληνορωμαϊκής παράδοσης και τα στοιχεία που μεταφέρθηκαν σε διάφορες περιόδους και από διάφορους φορείς στα Δ., καθόρισαν τη διαμόρφωση και την εξέλιξη της τέχνης που καλλιεργήθηκε στο νησιωτικό σύμπλεγμα κατά τη βυζαντινή εποχή και προσδιόρισαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.
Στη διαδρομή της καλλιτεχνικής δημιουργίας στα Δ. σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η παλαιοχριστιανική περίοδος, κατά την οποία υπήρξε πλήθος –συγκριτικά με άλλες περιοχές– κτισμάτων, που μαρτυρούν την πρώιμη επικράτηση και τη διάδοση της χριστιανικής λατρείας. Περισσότερα από 80 παλαιοχριστιανικά κτίσματα, περίπου 77 εκκλησίες (βασιλικές), που έχουν ανασκαφεί ή επισημανθεί από την επιστημονική έρευνα (οικοδομικά μέρη, λείψανα θεμελίων, τμήματα ψηφιδωτών και μαρμαροθετημένων δαπέδων, γλυπτά, αρχιτεκτονικά μέλη) μαρτυρούν αξιόλογη καλλιτεχνική ανάπτυξη, που συγκρατεί ακόμα τους δεσμούς με το πρόσφατο λαμπρό παρελθόν. Οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές των Δ. (χρονολογούνται κυρίως από τον 5o και 6o αι.) είναι κυρίως τρίκλιτα ευρύχωρα οικοδομήματα του απλού ελληνιστικού τύπου, με ενδιαφέροντα προσκτίσματα (βαπτιστήριο βασιλικής Αγίου Ιωάννη στα Επτά Βήματα της Κω). Οι τυπολογικές παραλλαγές και οι μορφολογικές κοσμητικές λεπτομέρειές τους αποδεικνύουν ότι η τέχνη που άκμασε στα Δ. ήταν σύγχρονη της εποχής και είχε εξελικτική διάθεση, σε ένα γενικά επαρχιακό περιβάλλον. Από τις σημαντικότερες είναι οι βασιλικές της Κω (Μαστιχάρη, οι δύο των Θερμών στην πόλη της Κω, οι δύο συνεχόμενες του Αγίου Στεφάνου στην Κέφαλο), της Καρπάθου (της Αγίας Αναστασίας και του Πρεσβύτερου Ευχαρίστου στην Αρκάσα, της Αγίας Σοφίας στα Παλάτια στο νησάκι της Σαριάς), της Αστυπάλαιας (βασιλική Καρέκλη και Αγίας Βαρβάρας στην περιοχή του κόλπου της Μαλτεζάνας). Το σπουδαιότερο, ωστόσο, σε έκταση και ενδιαφέρον κτίσμα των παλαιοχριστιανικών Δ. θεωρείται η βασιλική που αποκαλύφθηκε στην περιοχή της αρχαίας πόλης της Ρόδου. Σε αρκετές περιπτώσεις σώζονται και λείψανα των παλαιών οικισμών γύρω από τις βασιλικές, με τείχη, θολοσκέπαστα οικήματα, δεξαμενές και λουτρώνες (παλάτια Συρίας, Σπώα, Γιαλός Λευκού στην Κάρπαθο, Λιβάδι και Μαλτεζάνα στην Αστυπάλαια). Εκτός από τον γλυπτό αρχιτεκτονικό διάκοσμο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ψηφιδωτά δάπεδα βασιλικών και λουτρώνων, με σύνθετα γεωμετρικά και φυτικά διακοσμητικά θέματα, κανθάρους, δελφίνια και μορφές (ψηφιδωτά δάπεδα βασιλικών Κω και Ρόδου, Αρκάσας Καρπάθου και Μαλτεζάνας Αστυπάλαιας, λείψανα ψηφιδωτού με τον καμηλιέρη στη βασιλική του Νημπορειού Σύμης, το ψηφιδωτό του λουτρώνα Ταλλαρά στη Μαλτεζάνα Αστυπάλαιας, με αξιόλογη σύνθεση προσωποποιημένων μορφών του χρόνου, των τεσσάρων εποχών, των δώδεκα μηνών και με τα σύμβολα του ζωδιακού κύκλου). Από τον 7ο αι., με τις επιδρομές των Αράβων και των Σαρακηνών πειρατών στο Αιγαίο, η τέχνη σχεδόν αφανίστηκε στα Δ. Περιορισμένες γραπτές μαρτυρίες (επίγραμμα Κωνσταντίνου Λινδίου) και λιγοστά ακόμα ευρήματα (ανασκαμμένη σταυρική εκκλησία στην ακρόπολη της αρχαίας Ιαλυσού) συνθέτουν ατελή εικόνα της τέχνης στην πρώτη μεταβυζαντινή εποχή. Το 1088 o όσιος Χριστόδουλος ίδρυσε τη μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, που σταδιακά εξελίχθηκε στο σπουδαιότερο και ιερότερο μοναστικό ίδρυμα του Αιγαίου (σπουδαίο οχυρωμένο μοναστηριακό συγκρότημα, πλούσια σε βυζαντινά εικονογραφημένα χειρόγραφα βιβλιοθήκη, σκευοφυλάκιο με άμφια, κειμήλια και εικόνες). Από τον 12ο και κυρίως από τον 13ο και έως τον 15ο αι., τα μνημεία που σώζονται έως σήμερα στα Δ. αποκαλύπτουν πρόοδο και άνθηση της αρχιτεκτονικής και της ζωγραφικής τέχνης. Οι εκκλησίες, μικρά ή ευρύχωρα οικοδομήματα, έχουν τα τυπικά χαρακτηριστικά των νησιωτικών κτισμάτων (με λιτό ή υποτυπώδη αρχιτεκτονικό διάκοσμο, αδρές ασπρισμένες επιφάνειες με κοφτερές ακμές, συγκρατημένο φωτισμό, μέτρια κλιμάκωση των θόλων και των τρούλων στις στέγες). Οι προσκείμενοι στην ανατολική παράδοση αρχιτεκτονικοί τύποι τους (μονόχωρες και τρίκλιτες θολοσκέπαστες βασιλικές και σταυρικές εκκλησίες σε σχήμα ελεύθερου ή εγγεγραμμένου σταυρού με τρούλο) παρουσιάζονται με ποικίλες τυπολογικές παραλλαγές. Ενδιαφέρουσα είναι η χρήση του τετράκογχου ναού στη Ρόδο (Άγιος Νικόλαος Φουντουκλί, Κοίμηση Θεοτόκου Σαλάκου, Χουρμαλί Μεντρεσέ Ρόδου, όπου στοιχεία βυζαντινού και γοτθικού ρυθμού συνδυάζονται αρμονικά) και η λύση του δίκλιτου, με δίκογχο ιερό, σταυρικού εγγεγραμμένου με τρούλο ναού του Αγίου Γεωργίου Λευκού Μεσοχωρίων Καρπάθου (με δομικά χαρακτηριστικά συγγενικά των εκκλησιών της Κρήτης και της Κύπρου). Τα τοιχογραφημένα μέρη ή σύνολα των εκκλησιών που σώζονται από τον 11o αι. (Άγιος Γεώργιος ο Χωστός στη Λίνδο της Ρόδου) και ιδίως από τον όψιμο 12o και από τον 13o αι. και ύστερα, παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον για τη μελέτη της ζωγραφικής στα Δ., και μάλιστα σε μια ευαίσθητη εποχή, δεδομένης της συνεχούς ξενικής επικυριαρχίας στα περισσότερα νησιά (τοιχογραφίες παρεκκλησίου Παναγίας και Τράπεζας Μονής Θεολόγου και Αγίου Δημητρίου στην Πάτμο, Αγίων Αποστόλων στο Άργος Καλύμνου, μονής Ταξιάρχου Μιχαήλ Θάρι, Αγίου Ιωάννη, Θεολόγου Κουφά, Αγίων Θεοδώρων, Αρχαγγέλου, Αγίου Φανουρίου, Ντολαπλί και Ιλκ Μιχράμπ στη Ρόδο, Αγίου Γεωργίου Λευκού και Αγίου Μάμα Μενετών στην Κάρπαθο, είναι ορισμένες από τις σπουδαιότερες). Εκτός από την ξεχωριστή ποιότητα της ζωγραφικής (τοιχογραφίες μονής Θεολόγου Πάτμου και Θάρι Ρόδου) και τις ενδιαφέρουσες εικονογραφικές ιδιομορφίες, οι τοιχογραφίες που είναι γνωστές στα Δ. παρουσιάζουν ενδιαφέρον επειδή επίσης μαρτυρούν αμείωτη προσήλωση στη βυζαντινή καλλιτεχνική παράδοση, ενώ προσφέρουν και πληροφορίες για τις σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις. Όπως η αρχιτεκτονική, έτσι και η ζωγραφική στα Δ. υπέστη περιορισμένες επιρροές από την τέχνη των δυτικών κυρίαρχων, στοιχεία της οποίας αφομοίωσε, χωρίς όμως να αποβάλει τον ορθόδοξο, σε μορφή και περιεχόμενο, χαρακτήρα της.
Λαϊκή αρχιτεκτονική και τέχνη. Η λαϊκή αρχιτεκτονική των Δ. έχει τα ίδια, σε γενικές γραμμές τουλάχιστον, χαρακτηριστικά με την αρχιτεκτονική των Κυκλάδων. Οι ομοιότητες αυτές υπαγορεύονται τόσο από τις κοινές συνθήκες (κλίμα, υλικά, έδαφος) όσο και από την κοινή καταγωγή και τις παραδόσεις των κατοίκων τους. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν και οι τοπικές ιδιομορφίες, οι οποίες διαμορφώνουν τελικά την ιδιαίτερη φυσιογνωμία και παράδοση κάθε νησιού.
Οι διαφορές από τις Κυκλάδες, αλλά και μεταξύ των ίδιων των Δ. πολλές φορές, οφείλονται κυρίως στη λιγότερο ή περισσότερο έντονη παρουσία των δυτικών επιρροών, γεγονός που εξηγείται από τη μακραίωνη δυτική κατάκτηση.
Ο γενικός χαρακτηριστικός τύπος της λαϊκής δωδεκανησιακής κατοικίας είναι το ορθογώνιο πλατυμέτωπο μονόχωρο
σπίτι, που καλύπτεται με δώμα. Εξωτερικά το κτίριο παίρνει τη μορφή του ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου με λίγα –τα απαραίτητα μόνο– ανοίγματα, που βρίσκονται στον μακρό τοίχο της πρόσοψης. Εσωτερικά ο χώρος του διαρθρώνεται έτσι ώστε να εξυπηρετεί δύο βασικές λειτουργίες: το μαγείρεμα και τον ύπνο. Για τον λόγο αυτό ένα τμήμα του δαπέδου υπερυψώνεται κατά μερικές βαθμίδες και στο ύψος αυτό τοποθετείται ένα ξύλινο δάπεδο που χρησιμεύει ως χώρος ύπνου (κρέβατος), ενώ ο χώρος που δημιουργείται κάτω από αυτόν χρησιμεύει ως αποθήκη. Ξύλινα κάγκελα, λεπτοί ξύλινοι στυλίσκοι και παραπετάσματα τοποθετούνται συχνά για να απομονώσουν περισσότερο τον χώρο του ύπνου από το υπόλοιπο σπίτι. Τα στοιχεία αυτά προσδίδουν, από αρχιτεκτονική άποψη, ενδιαφέρον στην όλη εσωτερική διαμόρφωση, ενώ προσφέρουν συγχρόνως δυνατότητες διακόσμησης, που τις εκμεταλλεύθηκαν με εξαιρετικό τρόπο οι λαϊκοί τεχνίτες. Χαρακτηριστικό, εξάλλου, της διακοσμητικής διάθεσης των Δωδεκανησίων είναι ο στολισμός του σπιτιού με διάφορα υφαντά και η τοποθέτηση πολλών πολύχρωμων πιάτων στους τοίχους.
Η βασική αυτή μορφή κατοικίας εξελίχθηκε περαιτέρω είτε με την προσθήκη ενός δεύτερου ορθογώνιου, παράλληλου και εφαπτόμενου με το πρώτο –οπότε στον ενδιάμεσο τοίχο δημιουργείται μία καμάρα ή ένα ευθύγραμμο μεγάλο άνοιγμα– είτε με την κατασκευή ορόφου, προσπελάσιμου κατά κανόνα από εξωτερική χτιστή σκάλα.
Εξωτερικά, τα δωδεκανησιακά σπίτια δίνουν τη γνωστή εικόνα των λευκών κυβόσχημων σπιτιών των νησιών του Αιγαίου και ως οικιστικά σύνολα, χαρακτηρίζονται από την πλαστικότητα που δημιουργούν οι έντονες φωτοσκιάσεις στους καθαρούς, γεωμετρικούς όγκους τους.
Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, εξάλλου, ακολουθεί τους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς ναοδομικούς τύπους, που επίσης εκφράζονται εξωτερικά με τις λευκές επιφάνειες των γεωμετρικών στερεών, από τα οποία συντίθενται. Οι δυτικές επιρροές εμφανίζονται με τη μορφή ορισμένων κατασκευαστικών στοιχείων, όπως τα οξυκόρυφα τόξα, ή αρχιτεκτονικών και διακοσμητικών στοιχείων, όπως κωδωνοστάσια, γλυπτά περιθώρια θυρών και παραθύρων, οικόσημα κλπ. Τα στοιχεία αυτά, ωστόσο, δεν εμφανίζονται αυτούσια, αλλά έχουν σαφώς δεχτεί την επίδραση τόσο των τοπικών συνθηκών, όπως το έντονο φως, όσο και της ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αντίληψης των Δωδεκανήσιων τεχνιτών. Έτσι, καθώς έχουν αφομοιωθεί, δένονται με την τοπική παράδοση, ανανεώνονται και συντίθενται αρμονικά με τα παραδοσιακά στοιχεία σε ένα αξιόλογο τελικό αποτέλεσμα, όπου κύρια γνωρίσματα παραμένουν και πάλι οι ελληνικές αρετές της λιτότητας και του μέτρου.
Εκτός από τη λαϊκή αρχιτεκτονική, οι τομείς που εκφράζουν την καλλιτεχνική δραστηριότητα του δωδεκανησιακού λαού είναι κυρίως η κεντητική, η υφαντουργία και η φορεσιά. Η αρχιτεκτονική διάρθρωση του δωδεκανησιακού σπιτιού είχε φυσικό επακόλουθο την ανάπτυξη της ξυλογλυπτικής, θαυμάσια δείγματα της οποίας αποτελούν τα ξύλινα διακοσμητικά στοιχεία της οικοδομής καθώς και τα εντοιχισμένα ντουλάπια και οι ξυλόγλυπτες κασέλες που αποτελούν τη βασική επίπλωση.
Οι οργανικές και οι αισθητικές απαιτήσεις της αρχιτεκτονικής επιδρούν και στα κεντήματα της Δ., που προορίζονταν για τον στολισμό του σπιτιού. Τα πολυάριθμα μαξιλάρια που στοιβάζονταν στο κρεβάτι έως την οροφή, οι πετσέτες και οι μαντίλες που κρέμονταν στις τραβέρσες και στα χωρίσματα του σοφά, ή το σπερβέρι, η βαρύτιμη ολοκέντητη κουρτίνα που σκέπαζε το συζυγικό κρεβάτι, αποτελούν ιδιαίτερους τύπους κεντημάτων που δεν συναντώνται σε άλλες ελληνικές περιοχές. Ιδιαίτερα τα σπερβέρια της Ρόδου, της Πάτμου και της Κω είναι από τα ωραιότερα δείγματα της νεοελληνικής κεντητικής του 17ου και του 18ου αι.
Τα κεντήματα των Δ. είναι φιλοτεχνημένα με πολύχρωμα μετάξια. Η τεχνική της μετρικής, βελονιάς που συνηθίζεται σε αυτά, οδηγεί σε αυστηρή σχηματοποίηση των διακοσμητικών θεμάτων, τα βασικότερα από τα οποία είναι η γλάστρα, ο δικέφαλος αετός, το καράβι, ο πετεινός, το ελάφι κλπ.
Άλλος σπουδαίος κλάδος της δωδεκανησιακής λαϊκής τέχνης είναι τα υφαντά –μπατανίες, κιλίμια, χράμια, ρασόπανα, ντορβάδες– ιδιαίτερα στην Κάρπαθο, όπου η υφαντουργία αποτελούσε τη δυναμικότερη χειροτεχνία έως τα χρόνια της γερμανικής κατοχής, οπότε οι κατακτητές έκαψαν τις περισσότερες γούβες (αργαλειούς). Από τα χαρακτηριστικότερα και ωραιότερα υφαντά των Δ. είναι οι περίφημες χρυσομαντίλες της Κάσου, από πολύ λεπτό μεταξωτό και χρυσοΰφαντο πανί, με τις οποίες στόλιζαν κάδρα, καθρέφτες κλπ. ή τις κρεμούσαν στον μεσιά, δηλαδή στον στύλο που στηρίζει την οροφή του καλού δωματίου του σπιτιού, οπότε ονομάζονταν στυλομαντίλες. Επίσης, στην Κάλυμνο μεγάλη διάδοση είχε παλαιότερα και η βιοτεχνία των σταμπωτών τσεμπεριών, που αποτελούσαν το χαρακτηριστικότερο σημείο της καλυμνιώτικης φορεσιάς.
Οι φορεσιές στα Δ. παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία από νησί σε νησί. Για τους άντρες κοινός και μοναδικός ενδυματολογικός τύπος ήταν η βράκα, ενώ η γυναικεία φορεσιά παρουσίαζε τρεις βασικές παραλλαγές: τη βράκα (Σάλακος και Αρχάγγελος Ρόδου, Λέρος, Καστελόριζο), τη φορεσιά με εξωτερικό φουστάνι, μισό κλειστό ή μονοκόμματο με το πανωκόρμι (Σαρώνι, Έμπωνας, Καστέλο Ρόδου, Σπόα Καρπάθου, Κάσος, Χάλκη, Πάτμος, Λέρος, Αστυπάλαια, Νίσυρος, Τήλος, Σύμη) και τη φορεσιά με καβάδι, δηλαδή με μακρύ επενδύτη, ανοιχτό μπροστά ή και στα δύο πλάγια, οπότε το ένα φύλλο αναδιπλωνόταν και στερεωνόταν στη ζώνη (Όλυμπος Καρπάθου, Κάλυμνος, Κως, Τήλος, Καστελόριζο). Κοινό και στους τρεις τύπους εξάρτημα ήταν το πουκάμισο, που συγκέντρωνε σχεδόν όλο τον κεντητό διάκοσμο της δωδεκανησιακής φορεσιάς. Από τα χαρακτηριστικότερα πουκάμισα των Δ. είναι το σκολοπεντράτο που το φορούσαν με την επίσημη φορεσιά της Αστυπάλαιας, τη λεγόμενη χρυσομάντηλο.
Στη λαϊκή τέχνη των Δ. θα πρέπει να προστεθεί και η ροδιακή κεραμουργία, η οποία, αν και είναι ανατολικής καταγωγής, αφομοιώθηκε κατά τους τελευταίους αιώνες από τα νησιά και αποτέλεσε τοπική παράδοση με πανευρωπαϊκή προβολή.
Συμπληρωματικά στοιχεία για τα Δ. βρίσκονται στα λήμματα για κάθε νησί.
Παραδοσιακή φορεσιά του χωριού Όλυμπος στην Κάρπαθο.
Οι φορεσιές των Δωδεκανήσων παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία από νησί σε νησί. Στη φωτογραφία, παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά του Καστελλόριζου.
Φορεσιά της Καρπάθου.
Άποψη των ερειπίων του Ασκληπιείου, σημαντικότατου αρχαιολογικού χώρου με διεθνή προβολή, που βρίσκεται στην Κω.
Εσωτερικό σπιτιού στην Κάρπαθο. Η έντονη διακοσμητική διάθεση των κατοίκων βρίσκει διέξοδο στην τοποθέτηση υφαντών στους πάγκους και πολυάριθμων πιάτων στους τοίχους.
Πορτιέρα από ροδίτικο σπερβέρι, είδος ολοκέντητης κουρτίνας, ένα από τα ωραιότερα δείγματα ελληνικής κεντητικής του 17ου και του 18ου αι. (Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα).
Το σπερβέρι, βαρύτιμη ολοκέντητη κουρτίνα που σκεπάζει το συζυγικό κρεβάτι, είναι ένας τύπος κεντήματος που απαντάται μόνο στα Δωδεκάνησα. Στη φωτογραφία, σπερβέρι της Κω (Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα).
Το ρωμαϊκό ωδείο της Κω.
Το άγαλμα της Αφροδίτης που λούζεται (Μουσείο της Ρόδου).
Ιστορική φωτογραφία από τους εορτασμούς για την επίσημη ένωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, τον Μάρτιο του 1948 (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Άποψη της πόλης της Ρόδου από τον λόφο του Αγίου Στεφάνου.
Ο οικισμός Μενετές στην Κάρπαθο? βρίσκεται στο νότιο άκρο του νησιού σε υψόμετρο 350 μ. Η Κάρπαθος είναι ορεινή, κυρίως στο μέσο και το βόρειο τμήμα της (φωτ. Κ. Ραφαηλίδη).
Ο οικισμός Μενετές στην Κάρπαθο? βρίσκεται στο νότιο άκρο του νησιού σε υψόμετρο 350 μ. Η Κάρπαθος είναι ορεινή, κυρίως στο μέσο και το βόρειο τμήμα της (φωτ. Κ. Ραφαηλίδη).
Άποψη της Χώρας, πρωτεύουσα της Καλύμνου.
Η Νίσυρος, σχεδόν στρογγυλή και αλίμενη, είναι αποτέλεσμα ηφαιστειακής δραστηριότητας. Ο Κρατήρας (698 μ.) είναι παλιό ηφαίστειο, που παρουσίασε την τελευταία δραστηριότητά του το 1888· (φωτ. Κ. Ραφαηλίδη).
Στο δωδεκανησιακό τοπίο δεν κυριαρχεί πάντοτε η θάλασσα. Στη φωτογραφία, ο ωραιότατος σταλακτιτικός διάκοσμος στην οροφή της «Τρύπας του Παραστά», που βρίσκεται στα νοτιοανατολικά παράλια του Καστελόριζου. Το επιβλητικό αυτό ενάλιο σπήλαιο, που μόνο με βάρκα μπορεί να το επισκεφθεί κανείς, έχει έκταση 7.000 τ.μ. και καταλήγει προς το τέλος του σε αμμουδιά, όπου καταφεύγουν οι φώκιες (φωτ. Ά. Πετροχείλου).
Ο οικισμός Όλυμπος στην Κάρπαθο βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού σε υψόμετρο 140 μ.
Γενική άποψη του λιμανιού στην Κω.
Η παραλία της Λίνδου στη Ρόδο.
Η Σύμη, πρωτεύουσα του ομώνυμου νησιού, είναι κωμόπολη στον μυχό του ομώνυμου όρμου. Το νησί, που συνδέεται και με την πρόσφατη ιστορία (η παράδοση των Δωδεκανήσων στις 8 Μαΐου 1945), είναι σημαντικό κέντρο αλιείας και βιοτεχνίας (φωτ. Κ. Ραφαηλίδη).
Άποψη του Γιαλού, του λιμανιού της πρωτεύουσας Σύμης του ομώνυμου νησιού (φωτ. Κ. Ραφαηλίδη).
Τα σχήματα και οι όγκοι που δημιουργούνται από το λευκό, το μαύρο και το γκρίζο συνθέτουν ένα κλασικά νησιώτικο τοπίο. Στη φωτογραφία, σοκάκι της Πάτμου.
Άποψη της Πάτμου, πρωτεύουσας του ομώνυμου νησιού των Δωδεκανήσων.
Dictionary of Greek. 2013.